Log In
18/02/2019

Παρουσίαση Βιβλίου: Καλά και Σήμερα

Το χρονικό του καρκίνου στο δικό μου στήθος

της Σοφίας Νικολαΐδου

Εκδόσεις «Μεταίχμιο», 2015, σελίδες 344

Η Σοφία Νικολαΐδου είναι εκπαιδευτικός και γνωστή βραβευμένη λογοτέχνης. Ζούσε με την «αλαζονεία του υγιούς», πίστευε ότι θα πεθάνει σε βαθιά γεράματα και ότι «η υγεία ήταν αυτονόητη, της είχε δοθεί από κούνια». Μέχρι που μια καλήν ημέρα, ένα ωραίο Σάββατο ψηλάφησε ένα «γρομπαλάκι» στο δεξιό μαστό της. Ήταν η αρχή για την είσοδό της στον αστερισμό του καρκίνου’ σε έναν άλλο κόσμο μέσα στον κόσμο. Και με τη διάγνωση του καρκίνου αναδύθηκε ένας κύκλος που κέντρο του είχε το φόβο του θανάτου και ακτίνες τα συναισθήματα, τις σκέψεις, την οικογένεια, τους φίλους, τη μεταφυσική, τη δουλειά, τους γιατρούς, τα νοσοκομεία, τους συμπάσχοντες. Όλα αναποδογύρισαν, άλλαξαν και μεταμορφώθηκαν, χαλκευμένα στη φωτιά της αρρώστιας.

Μαζί με τη διάγνωση άρχισε ο πανικός, η εσωτερική αστάθεια από τη ζάλη του αιφνίδιου και η προσπάθεια της ψυχολογικής επιβίωσης. Έγκαιρα η Σοφία Νικολαΐδου ως λογοτέχνης αντιλήφθηκε ότι ο καταλληλότερος τρόπος να ισορροπήσει ήταν το γράψιμο, η τέχνη που ήξερε πολύ καλά. Και από τη πρώτη μέρα της περιπέτειας κατέγραψε όλη τη διαδρομή υπό μορφή ημερολογίου. Σχεδόν καθημερινά σκιαγραφούσε με τρόπο εξαιρετικά λιτό τα γεγονότα, τις σκέψεις, τις ανησυχίες και τα συναισθήματα που την διακατείχαν. Η γραφή είναι αυθόρμητη, σχεδόν ανεπεξέργαστη, ολιγόλογη, ενίοτε τηλεγραφική. Αποφεύγει μεγάλες προτάσεις, δεν επιθυμεί μακρές αναλύσεις. Σαν να έχει εμπιστοσύνη στην ευφυΐα και την ενσυναίσθηση του αναγνώστη, ο οποίος με δυο λέξεις μπαίνει στο νόημα. Και το αποτέλεσμα είναι απόλυτα επιτυχές, απόδειξη του οποίου είναι ότι το βιβλίο «Καλά και σήμερα» βραβεύτηκε το 2016 από το Υπουργείο Πολιτισμού με το ειδικό βραβείο που απονέμεται σε λογοτέχνη του οποίου το έργο προάγει τον διάλογο πάνω σε ευαίσθητα κοινωνικά θέματα.

Ο λόγος της Σοφίας Νικολαΐδου διακτινίζεται προς όλες τις κατευθύνσεις, προς εαυτόν, προς το άμεσο και προς το ευρύτερο περιβάλλον. Η συγγραφέας γυμνώνεται, εξομολογείται και με αυτό τον τρόπο αποδομείται, καθαίρεται και ανασυντίθεται. Μαζί με τον καρκίνο θεραπεύει και τα εντός της στρεβλά. «Δεν υπάρχει πιο ωμή –και πιο διδακτική- πραγματικότητα από την αρρώστιαΈχω γίνει πιο συμπονετικός άνθρωπος. Η αρρώστια, όπως τα γηρατειά, σε αλλάζει. Σκάβει μέσα βαθιά και βγάζει τον ορυκτό εαυτό από την επιφάνεια. Σε κάνει αυτό που είσαι» Και αλλού: «Η αρρώστια πετάει στα σκουπίδια τα βαρίδια, τους καθωσπρεπισμούς και τα ψέματα. Είσαι εσύ, χωρίς την πανοπλία: σάρκα, κόκαλα, μυαλό κι αισθήσεις καθαρές… Πονάς, άρα ξέρεις… Είσαι παθών. Οι πληγές σου είναι ορατές. Τις φέρεις σαν κόσμημα. Αυτές σε κάνουν πιο ανθρώπινο και, ίσως, τελικά αυτό είναι το ζητούμενο».

Η χημειοθεραπεία οργώνει τη ψυχή της. «Στη χημειοθεραπεία παλεύεις συνεχώς με τα κύματα. Αργείς να βρεις στεριά. Σαν τον Οδυσσέα ένα πράγμα». «Τα φάρμακα που με ποτίζουν χτυπάνε στον πυρήνα της ύπαρξης». Στην οδύνη της ζητάει βοήθεια: «Τη νύχτα του ζόφου, έπιασα τον εαυτό μου να γράφει πάνω στο σώμα μου, με το δάχτυλο, τη λέξη “βοήθεια”». Επικαλείται νοερά τον γιατρό της: «…Λύγισα σήμερα, γιατρέ. Αυτό που νιώθω δεν μετριέται και δεν περιγράφεται. Κατάβαση στον Άδη, αυτό με βάζεις να κάνω κάθε φορά. Να σκύψω το κεφάλι, να πιάσω χώμα, να πιω νερό από τον Κάτω Κόσμο. Κι ύστερα, όταν με λιώσουνε τα φάρμακα, παίρνω ανάσα και αρχίζει η ανάβαση».

Δίπλα της ο αγαπημένος σύζυγος με λίγα λόγια και μεγάλη συμπαράσταση. Δίπλα της ο έφηβος γιός της που συμπάσχει με το δικό του τρόπο την αρρώστια της μητέρας του, η οποία συνεχίζει επίμονα τη φροντίδα και το στοργικό ενδιαφέρον. Ο σύζυγος και ο γιος της είναι το μαξιλάρι της. Δίπλα της και οι φίλοι, από τους οποίους λαμβάνει «μεγατόνους αγάπης».

Το κείμενο της Νικολαΐδου διαθέτει ηρεμία. Δε βρίσκει κανείς κλαυθμούς και οδυρμούς, ούτε οιμωγές και παράπονα. Έχει αξιοπρέπεια, ρέει γρήγορα, για αυτό και υπάρχει κίνδυνος να ξεφύγουν τα αληθινά μαργαριτάρια που κρύβονται στο λιτό λόγο. Οι συνειδητοποιήσεις κι οι ανατροπές είναι συνεχείς στον αστερισμό του καρκίνου. Γράφει: «Σώμα και ψυχή. Σωματό-ψυχο. Ένα πράγμα, ανακατεμένο. Όχι δύο, όποιος λέει δύο δεν έκανε επίσκεψη στα τάρταρα ούτε μία φορά». «Η αρρώστια κάνει το τέλος, δηλαδή τον θάνατο απτό». Αλλάζει η σχέση με το σώμα. Η καρκινοπαθής συγγραφέας ακούει το σώμα της να μιλά. «Αν δεν το ακούω εγώ, κανείς δεν θα το κάνει. Μίλα σώμα. Είμαι σε στάση προσοχής, ακούω». Η τριχόπτωση, η μαστεκτομή, η πλαστική αποκατάσταση και η αίσθηση του ξένου σώματος στη θέση του χειρουργημένου μαστού τη κάνει να φαντάζεται το σώμα της σα δέντρο. «Το έχουν κλαδέψει. Το έχουν κουτσουρέψει». Αλλάζει η σχέση με τη ζωή: «…υπάρχει και άλλος τρόπος να ζει κανείς. Με συναίσθημα, αλλά χωρίς δυστυχία. Με φόβο, αλλά χωρίς πανικό. Με περίσκεψη, αλλά μέσα στη ζωή». Αλλάζει η σχέση με το θάνατο: «Μιλάμε για θάνατο. Ήρεμα και γλυκά. Για οριακές στιγμές που τον κοιτάς κατάματα». Αλλάζει η σχέση με φίλους: «Ένα δίχτυ ανθρώπων που έγινε στο πρώτο δευτερόλεπτο δίχτυ ασφαλείας. Φίλοι που στέκονται σαν συγγενείς. Συγγενείς που φέρονται σαν φίλοι. Συνάδελφοι που συμπαρίστανται χωρίς προλόγους». Τέλος, αλλάζει η σχέση με την αρρώστια. Ο καρκίνος γίνεται αίφνης «άγιος καρκίνος»’ εξ αιτίας της καλής αλλοίωσης του εαυτού, εξ αιτίας της ανατροπής των πάντων που αλλάζει τον τρόπο που βλέπει κανείς τον κόσμο, την ομορφιά, τους φίλους. Και εξ αιτίας του γεγονότος ότι παύει ο χρόνος, παύει το αύριο, λες «καλά και σήμερα», αφού «η μέρα γεμίζει στιγμές». Αρκεί η συνειδητοποίηση ότι τίποτε στη ζωή δεν είναι τυχαίο.

Από το Χαράλαμπο Ανδρεάδη, Παθολόγο Ογκολόγο, ΑΝΘ Θεαγένειο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Newsletter

footer

Όροι Χρήσης

Κλινικές μελέτες ΕΟΠΕ

copyrights HTML